καλησπερίζω

καλησπερίζω
καλησπέρισα, καλησπερίστηκα, καλησπερισμένος, χαιρετώ κάποιον λέγοντάς του καλησπέρα: Με καλησπέρισε βιαστικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλησπερίζω — καλησπερίζω, καλησπέρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλησπερίζω — (Μ καλησπερίζω [καλησπέρα] χαιρετώ κάποιον ευχόμενος «καλησπέρα» …   Dictionary of Greek

  • καλησπέρισμα — το [καλησπερίζω] ο χαιρετισμός με την ευχή «καλησπέρα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”